κοπελίστικος

κοπελίστικος
-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κοπέλα, παιδιάστικος: Αυτό το φόρεμα είναι κοπελίστικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοπελίστικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κοπέλα ή αυτός που ταιριάζει σε κοπέλα 2. παιδικός, παιδιάστικος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπελίστικα τα παιδιαρίσματα, οι παιδικές ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + κατάλ. ίστικος (πρβλ. αγορ ίστικος …   Dictionary of Greek

  • κοπελλίστικος — η, ο βλ. κοπελίστικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”